Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἀπλυσία2
ἄπλυτος
ἅπλωμα
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
ἀπνευστιάζω
ἄπνευστος
View word page
ἁπλῶς
singly, in one way
ShortDef
singly, in one way
Debugging
Headword:
ἁπλῶς
Headword (normalized):
ἁπλῶς
Headword (normalized/stripped):
απλως
IDX:
10670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10671
Key:
Data
{'content': 'singly, in one way'}