Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἀπλυσία2
ἄπλυτος
ἅπλωμα
ἁπλῶς
ἅπλωσις
ἁπλωτέον
ἁπλωτικός
ἄπλωτος
ἀπνεύματος
ἀπνεύμων
ἀπνευστί
ἀπνευστία
View word page
ἄπλυτος
unwashen, unwashed
ShortDef
unwashen, unwashed
Debugging
Headword:
ἄπλυτος
Headword (normalized):
ἄπλυτος
Headword (normalized/stripped):
απλυτος
IDX:
10668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10669
Key:
Data
{'content': 'unwashen, unwashed'}