Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἀπλυσία2
ἄπλυτος
View word page
ἁπλόος
single, simple

ShortDef

single, simple

Debugging

Headword:
ἁπλόος
Headword (normalized):
ἁπλόος
Headword (normalized/stripped):
απλοος
IDX:
10658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10659
Key:

Data

{'content': 'single, simple'}