Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
ἁπλόω
View word page
ἄπλοκος
unconnected
ShortDef
unconnected
Debugging
Headword:
ἄπλοκος
Headword (normalized):
ἄπλοκος
Headword (normalized/stripped):
απλοκος
IDX:
10655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10656
Key:
Data
{'content': 'unconnected'}