Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
ἁπλοτομία
ἄπλουτος
View word page
ἀπλόκαμος
with unbraided hair

ShortDef

with unbraided hair

Debugging

Headword:
ἀπλόκαμος
Headword (normalized):
ἀπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
απλοκαμος
IDX:
10654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10655
Key:

Data

{'content': 'with unbraided hair'}