Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
ἁπλοτομέω
View word page
ἁπλοϊκός
simple, natural, plain

ShortDef

simple, natural, plain

Debugging

Headword:
ἁπλοϊκός
Headword (normalized):
ἁπλοϊκός
Headword (normalized/stripped):
απλοικος
IDX:
10652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10653
Key:

Data

{'content': 'simple, natural, plain'}