Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
ἁπλοσχήμων
ἁπλότης
View word page
ἁπλοΐζομαι
to deal openly
ShortDef
to deal openly
Debugging
Headword:
ἁπλοΐζομαι
Headword (normalized):
ἁπλοΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
απλοιζομαι
IDX:
10651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10652
Key:
Data
{'content': 'to deal openly'}