Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπλημμελῶς
ἀπλήρωτος
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλοπαθής
View word page
ἁπλόθριξ
with plain hair
ShortDef
with plain hair
Debugging
Headword:
ἁπλόθριξ
Headword (normalized):
ἁπλόθριξ
Headword (normalized/stripped):
απλοθριξ
IDX:
10649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10650
Key:
Data
{'content': 'with plain hair'}