Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπληκτος
ἀπλημμελῶς
ἀπλήρωτος
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
View word page
ἁπλοειδής
simple

ShortDef

simple

Debugging

Headword:
ἁπλοειδής
Headword (normalized):
ἁπλοειδής
Headword (normalized/stripped):
απλοειδης
IDX:
10648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10649
Key:

Data

{'content': 'simple'}