Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπλήγιος
ἁπληγίς
ἄπληγος
ἀπλήθυντος
ἄπληκτος
ἀπλημμελῶς
ἀπλήρωτος
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
View word page
ἄπληστος
not to be filled, insatiate

ShortDef

not to be filled, insatiate

Debugging

Headword:
ἄπληστος
Headword (normalized):
ἄπληστος
Headword (normalized/stripped):
απληστος
IDX:
10644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10645
Key:

Data

{'content': 'not to be filled, insatiate'}