Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπλευστος
ἀπληγής
ἀπλήγιος
ἁπληγίς
ἄπληγος
ἀπλήθυντος
ἄπληκτος
ἀπλημμελῶς
ἀπλήρωτος
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοειδής
ἁπλόθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
View word page
ἀπληστία
insatiate desire, greediness
ShortDef
insatiate desire, greediness
Debugging
Headword:
ἀπληστία
Headword (normalized):
ἀπληστία
Headword (normalized/stripped):
απληστια
IDX:
10642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10643
Key:
Data
{'content': 'insatiate desire, greediness'}