Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπλεόναστος
ἀπλεονέκτητος
ἀπλετομεγέθης
ἄπλετος
ἄπλευρος
ἄπλευστος
ἀπληγής
ἀπλήγιος
ἁπληγίς
ἄπληγος
ἀπλήθυντος
ἄπληκτος
ἀπλημμελῶς
ἀπλήρωτος
ἀπληστεύομαι
ἀπληστία
ἀπλήστοινος
ἄπληστος
ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
View word page
ἀπλήθυντος
not multiplied, without plurality
ShortDef
not multiplied, without plurality
Debugging
Headword:
ἀπλήθυντος
Headword (normalized):
ἀπλήθυντος
Headword (normalized/stripped):
απληθυντος
IDX:
10637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10638
Key:
Data
{'content': 'not multiplied, without plurality'}