Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδηλόφλεβος
ἀδηλόω
ἀδημιούργητος
ἀδημοκράτητος
ἀδημονέω
ἀδημονία
ἀδήμων
ἀδήν
ἅδην
ἄδην
ἀδηνής
ἄδηρις
ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφαγέω
ἀδηφαγία
View word page
ἀδημονία
trouble, distress
ShortDef
trouble, distress
Debugging
Headword:
ἀδημονία
Headword (normalized):
ἀδημονία
Headword (normalized/stripped):
αδημονια
IDX:
1061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1062
Key:
Data
{'content': 'trouble, distress'}