Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπισχναντέον
ἀπισχνόω
ἀπισχυρίζομαι
ἀπισχυριστικῶς
ἀπίσχω
ἀπίσωσις
ἀπιτέον
ἀπιτέος
ἀπίτευτος
ἀπίτης
ἀπιχθυόομαι
ἄπιχθυς
ἀπίων
ἀπλαγιάστως
ἀπλάκουντος
ἀπλάνεια
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
ἀπλαστία
ἄπλαστος
View word page
ἀπιχθυόομαι
to become a fish

ShortDef

to become a fish

Debugging

Headword:
ἀπιχθυόομαι
Headword (normalized):
ἀπιχθυόομαι
Headword (normalized/stripped):
απιχθυοομαι
IDX:
10613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10614
Key:

Data

{'content': 'to become a fish'}