Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπισχναίνω
ἀπισχναντέον
ἀπισχνόω
ἀπισχυρίζομαι
ἀπισχυριστικῶς
ἀπίσχω
ἀπίσωσις
ἀπιτέον
ἀπιτέος
ἀπίτευτος
ἀπίτης
ἀπιχθυόομαι
ἄπιχθυς
ἀπίων
ἀπλαγιάστως
ἀπλάκουντος
ἀπλάνεια
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
ἀπλαστία
View word page
ἀπίτης
perry
ShortDef
perry
Debugging
Headword:
ἀπίτης
Headword (normalized):
ἀπίτης
Headword (normalized/stripped):
απιτης
IDX:
10612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10613
Key:
Data
{'content': 'perry'}