Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπιστόφιλος
ἀπισχναίνω
ἀπισχναντέον
ἀπισχνόω
ἀπισχυρίζομαι
ἀπισχυριστικῶς
ἀπίσχω
ἀπίσωσις
ἀπιτέον
ἀπιτέος
ἀπίτευτος
ἀπίτης
ἀπιχθυόομαι
ἄπιχθυς
ἀπίων
ἀπλαγιάστως
ἀπλάκουντος
ἀπλάνεια
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
View word page
ἀπίτευτος
unwatered
ShortDef
unwatered
Debugging
Headword:
ἀπίτευτος
Headword (normalized):
ἀπίτευτος
Headword (normalized/stripped):
απιτευτος
IDX:
10611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10612
Key:
Data
{'content': 'unwatered'}