Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀπισάων
ἀπισόω
ἀπίσσωτος
ἀπιστέω
ἀπιστητέον
ἀπιστητικός
ἀπιστία
ἄπιστος
ἀπιστοσύνη
ἀπιστόφιλος
ἀπισχναίνω
ἀπισχναντέον
ἀπισχνόω
ἀπισχυρίζομαι
ἀπισχυριστικῶς
ἀπίσχω
ἀπίσωσις
ἀπιτέον
ἀπιτέος
ἀπίτευτος
ἀπίτης
View word page
ἀπισχναίνω
make lean
ShortDef
make lean
Debugging
Headword:
ἀπισχναίνω
Headword (normalized):
ἀπισχναίνω
Headword (normalized/stripped):
απισχναινω
IDX:
10602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10603
Key:
Data
{'content': 'make lean'}