Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄπιος
ἄπιος2
ἀπιπόω
Ἀπίς
Ἆπις
Ἀπισάων
ἀπισόω
ἀπίσσωτος
ἀπιστέω
ἀπιστητέον
ἀπιστητικός
ἀπιστία
ἄπιστος
ἀπιστοσύνη
ἀπιστόφιλος
ἀπισχναίνω
ἀπισχναντέον
ἀπισχνόω
ἀπισχυρίζομαι
ἀπισχυριστικῶς
ἀπίσχω
View word page
ἀπιστητικός
incredulous
ShortDef
incredulous
Debugging
Headword:
ἀπιστητικός
Headword (normalized):
ἀπιστητικός
Headword (normalized/stripped):
απιστητικος
IDX:
10597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10598
Key:
Data
{'content': 'incredulous'}