Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπηχθημένως
ἀπήωρος
Ἀπία
Ἀπιακός
ἀπιάλλω
ἀπιάπτω
ἀπίαστος
ἀπιᾶτον
Ἀπιδανῆες
ἀπιδέα
ἀπίδιον
Ἀπιεῖον
ἀπίεστος
ἀπίθανος
ἀπιθανότης
ἀπιθέω
ἀπιθής
ἀπικμάω
ἄπικρος
ἀπικρόχολος
ἀπίλητος
View word page
ἀπίδιον
pear

ShortDef

pear

Debugging

Headword:
ἀπίδιον
Headword (normalized):
ἀπίδιον
Headword (normalized/stripped):
απιδιον
IDX:
10567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10568
Key:

Data

{'content': 'pear'}