Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδηλόφλεβος
ἀδηλόω
ἀδημιούργητος
ἀδημοκράτητος
ἀδημονέω
ἀδημονία
ἀδήμων
ἀδήν
View word page
ἀδηλοποιός
making unseen
ShortDef
making unseen
Debugging
Headword:
ἀδηλοποιός
Headword (normalized):
ἀδηλοποιός
Headword (normalized/stripped):
αδηλοποιος
IDX:
1053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1054
Key:
Data
{'content': 'making unseen'}