Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιθιόομαι
ἀπηλιώτης
ἀπηλιωτικός
ἀπηλλαρμένως
ἀπήμαντος
ἀπημελημένως
ἀπήμιος
ἀπημοσύνη
ἀπήμων
ἀπήνα
ἀπήνεια
ἀπήνεμος
ἀπήνη
ἀπηνής
ἀπηνόφρων
ἀπηξία
ἀπηόριος
ἀπήορος
ἀπηρεμέω
View word page
ἀπήμων
unharmed, unhurt

ShortDef

unharmed, unhurt

Debugging

Headword:
ἀπήμων
Headword (normalized):
ἀπήμων
Headword (normalized/stripped):
απημων
IDX:
10535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10536
Key:

Data

{'content': 'unharmed, unhurt'}