Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπηκριβωμένως
ἄπηκτος
ἀπηλεγέω
ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιθιόομαι
ἀπηλιώτης
ἀπηλιωτικός
ἀπηλλαρμένως
ἀπήμαντος
ἀπημελημένως
ἀπήμιος
ἀπημοσύνη
ἀπήμων
ἀπήνα
ἀπήνεια
ἀπήνεμος
ἀπήνη
ἀπηνής
ἀπηνόφρων
ἀπηξία
View word page
ἀπημελημένως
carelessly

ShortDef

carelessly

Debugging

Headword:
ἀπημελημένως
Headword (normalized):
ἀπημελημένως
Headword (normalized/stripped):
απημελημενως
IDX:
10532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10533
Key:

Data

{'content': 'carelessly'}