Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπήκοος
ἀπηκριβωμένως
ἄπηκτος
ἀπηλεγέω
ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιθιόομαι
ἀπηλιώτης
ἀπηλιωτικός
ἀπηλλαρμένως
ἀπήμαντος
ἀπημελημένως
ἀπήμιος
ἀπημοσύνη
ἀπήμων
ἀπήνα
ἀπήνεια
ἀπήνεμος
ἀπήνη
ἀπηνής
ἀπηνόφρων
View word page
ἀπήμαντος
unharmed, unhurt

ShortDef

unharmed, unhurt

Debugging

Headword:
ἀπήμαντος
Headword (normalized):
ἀπήμαντος
Headword (normalized/stripped):
απημαντος
IDX:
10531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10532
Key:

Data

{'content': 'unharmed, unhurt'}