Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεφεισμένως
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπεχθές
ἀπεχθήεις
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
ἀπέχθομαι
ἀπεχθρεύω
ἀπέχω
ἀπεψία
ἀπηγορέομαι
ἀπηγόρημα
ἀπήδαλος
ἀπηθέω
ἀπήθημα
ἀπηθητέον
ἀπήκοος
View word page
ἀπέχθομαι
to be hated, incur hatred

ShortDef

to be hated, incur hatred

Debugging

Headword:
ἀπέχθομαι
Headword (normalized):
ἀπέχθομαι
Headword (normalized/stripped):
απεχθομαι
IDX:
10511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10512
Key:

Data

{'content': 'to be hated, incur hatred'}