Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπευωνίζω
ἀπεφεισμένως
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπεχθές
ἀπεχθήεις
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
ἀπέχθομαι
ἀπεχθρεύω
ἀπέχω
ἀπεψία
ἀπηγορέομαι
ἀπηγόρημα
ἀπήδαλος
ἀπηθέω
ἀπήθημα
ἀπηθητέον
View word page
ἀπεχθητικός
full of hatred, envious

ShortDef

full of hatred, envious

Debugging

Headword:
ἀπεχθητικός
Headword (normalized):
ἀπεχθητικός
Headword (normalized/stripped):
απεχθητικος
IDX:
10510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10511
Key:

Data

{'content': 'full of hatred, envious'}