Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδηλόφλεβος
ἀδηλόω
ἀδημιούργητος
ἀδημοκράτητος
ἀδημονέω
View word page
ἀδήλητος
unhurt
ShortDef
unhurt
Debugging
Headword:
ἀδήλητος
Headword (normalized):
ἀδήλητος
Headword (normalized/stripped):
αδηλητος
IDX:
1050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1051
Key:
Data
{'content': 'unhurt'}