Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
ἀπευχαριστέω
ἀπευχή
ἀπεύχομαι
ἀπεύω
ἀπευωνίζω
ἀπεφεισμένως
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπεχθές
ἀπεχθήεις
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
ἀπέχθομαι
ἀπεχθρεύω
ἀπέχω
ἀπεψία
View word page
ἀπεχθάνομαι
to be hated, incur hatred, be roused to hatred
ShortDef
to be hated, incur hatred, be roused to hatred
Debugging
Headword:
ἀπεχθάνομαι
Headword (normalized):
ἀπεχθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
απεχθανομαι
IDX:
10504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10505
Key:
Data
{'content': 'to be hated, incur hatred, be roused to hatred'}