Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
ἀπευνάζω
ἀπευτακτέω
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
ἀπευχαριστέω
ἀπευχή
ἀπεύχομαι
ἀπεύω
ἀπευωνίζω
ἀπεφεισμένως
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπεχθές
ἀπεχθήεις
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
View word page
ἀπευωνίζω
cheapen

ShortDef

cheapen

Debugging

Headword:
ἀπευωνίζω
Headword (normalized):
ἀπευωνίζω
Headword (normalized/stripped):
απευωνιζω
IDX:
10500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10501
Key:

Data

{'content': 'cheapen'}