Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
View word page
ἀβόλλα
abolla, thick woollen cloak
ShortDef
abolla, thick woollen cloak
Debugging
Headword:
ἀβόλλα
Headword (normalized):
ἀβόλλα
Headword (normalized/stripped):
αβολλα
IDX:
104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-105
Key:
Data
{'content': 'abolla, thick woollen cloak'}