Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
ἀπευνάζω
ἀπευτακτέω
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
ἀπευχαριστέω
ἀπευχή
ἀπεύχομαι
ἀπεύω
ἀπευωνίζω
ἀπεφεισμένως
ἄπεφθος
View word page
ἀπευνάζω
to lull to sleep
ShortDef
to lull to sleep
Debugging
Headword:
ἀπευνάζω
Headword (normalized):
ἀπευνάζω
Headword (normalized/stripped):
απευναζω
IDX:
10492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10493
Key:
Data
{'content': 'to lull to sleep'}