Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπευθανατίζω
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
ἀπευνάζω
ἀπευτακτέω
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
ἀπευχαριστέω
ἀπευχή
ἀπεύχομαι
ἀπεύω
ἀπευωνίζω
ἀπεφεισμένως
View word page
ἀπευλυτέω
expedio, explico, exploro

ShortDef

expedio, explico, exploro

Debugging

Headword:
ἀπευλυτέω
Headword (normalized):
ἀπευλυτέω
Headword (normalized/stripped):
απευλυτεω
IDX:
10491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10492
Key:

Data

{'content': 'expedio, explico, exploro'}