Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευθανατίζω
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
ἀπευνάζω
ἀπευτακτέω
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
ἀπευχαριστέω
ἀπευχή
ἀπεύχομαι
ἀπεύω
View word page
ἀπευκτός
to be deprecated, abominable
ShortDef
to be deprecated, abominable
Debugging
Headword:
ἀπευκτός
Headword (normalized):
ἀπευκτός
Headword (normalized/stripped):
απευκτος
IDX:
10489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10490
Key:
Data
{'content': 'to be deprecated, abominable'}