Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεσθίω
ἀπεσκής
ἀπεσσούα
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευθανατίζω
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
View word page
ἀπευθανατίζω
die well

ShortDef

die well

Debugging

Headword:
ἀπευθανατίζω
Headword (normalized):
ἀπευθανατίζω
Headword (normalized/stripped):
απευθανατιζω
IDX:
10481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10482
Key:

Data

{'content': 'die well'}