Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδηλόφλεβος
ἀδηλόω
View word page
ἀδήϊος
unmolested, unravaged

ShortDef

unmolested, unravaged

Debugging

Headword:
ἀδήϊος
Headword (normalized):
ἀδήϊος
Headword (normalized/stripped):
αδηιος
IDX:
1047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1048
Key:

Data

{'content': 'unmolested, unravaged'}