Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπερωπός
ἀπέρωτος
Ἀπέσας
ἀπεσθέομαι
ἀπεσθίω
ἀπεσκής
ἀπεσσούα
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευθανατίζω
View word page
ἀπεσθίω
to eat

ShortDef

to eat

Debugging

Headword:
ἀπεσθίω
Headword (normalized):
ἀπεσθίω
Headword (normalized/stripped):
απεσθιω
IDX:
10471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10472
Key:

Data

{'content': 'to eat'}