Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπερωπός
View word page
ἀπέρρω
to go away, be gone
ShortDef
to go away, be gone
Debugging
Headword:
ἀπέρρω
Headword (normalized):
ἀπέρρω
Headword (normalized/stripped):
απερρω
IDX:
10457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10458
Key:
Data
{'content': 'to go away, be gone'}