Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
View word page
ἀπερριμμένως
negligently
ShortDef
negligently
Debugging
Headword:
ἀπερριμμένως
Headword (normalized):
ἀπερριμμένως
Headword (normalized/stripped):
απερριμμενως
IDX:
10456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10457
Key:
Data
{'content': 'negligently'}