Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
View word page
ἀδευκής
not sweet, bitter, cruel

ShortDef

not sweet, bitter, cruel

Debugging

Headword:
ἀδευκής
Headword (normalized):
ἀδευκής
Headword (normalized/stripped):
αδευκης
IDX:
1044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1045
Key:

Data

{'content': 'not sweet, bitter, cruel'}