Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
View word page
ἀπερίστατος
unguarded, solitary

ShortDef

unguarded, solitary

Debugging

Headword:
ἀπερίστατος
Headword (normalized):
ἀπερίστατος
Headword (normalized/stripped):
απεριστατος
IDX:
10444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10445
Key:

Data

{'content': 'unguarded, solitary'}