Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
View word page
ἀπερισσοτρύφητος
not luxuriously fed

ShortDef

not luxuriously fed

Debugging

Headword:
ἀπερισσοτρύφητος
Headword (normalized):
ἀπερισσοτρύφητος
Headword (normalized/stripped):
απερισσοτρυφητος
IDX:
10443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10444
Key:

Data

{'content': 'not luxuriously fed'}