Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
View word page
ἀπερίσκεπτος
inconsiderate, thoughtless

ShortDef

inconsiderate, thoughtless

Debugging

Headword:
ἀπερίσκεπτος
Headword (normalized):
ἀπερίσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
απερισκεπτος
IDX:
10441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10442
Key:

Data

{'content': 'inconsiderate, thoughtless'}