Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
View word page
Ἀδεύης
Adeues

ShortDef

Adeues

Debugging

Headword:
Ἀδεύης
Headword (normalized):
ἀδεύης
Headword (normalized/stripped):
αδευης
IDX:
1043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1044
Key:

Data

{'content': 'Adeues'}