Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
View word page
ἀπεριόριστος
unlimited, infinite

ShortDef

unlimited, infinite

Debugging

Headword:
ἀπεριόριστος
Headword (normalized):
ἀπεριόριστος
Headword (normalized/stripped):
απεριοριστος
IDX:
10434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10435
Key:

Data

{'content': 'unlimited, infinite'}