Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερισσοτρύφητος
View word page
ἀπερίοπτος
unregarding, reckless of

ShortDef

unregarding, reckless of

Debugging

Headword:
ἀπερίοπτος
Headword (normalized):
ἀπερίοπτος
Headword (normalized/stripped):
απεριοπτος
IDX:
10433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10434
Key:

Data

{'content': 'unregarding, reckless of'}