Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδέμνιος
ἄδενδρος
ἀδενοειδής
ἀδέξιος
Ἄδερ
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἀδέρματος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
Ἀδεύης
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
View word page
ἄδετος
unbound, free

ShortDef

unbound, free

Debugging

Headword:
ἄδετος
Headword (normalized):
ἄδετος
Headword (normalized/stripped):
αδετος
IDX:
1042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1043
Key:

Data

{'content': 'unbound, free'}