Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
View word page
ἀπερίκτητος
not gaining wealth

ShortDef

not gaining wealth

Debugging

Headword:
ἀπερίκτητος
Headword (normalized):
ἀπερίκτητος
Headword (normalized/stripped):
απερικτητος
IDX:
10425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10426
Key:

Data

{'content': 'not gaining wealth'}