Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
View word page
ἀπερίκοπος
without hindrance

ShortDef

without hindrance

Debugging

Headword:
ἀπερίκοπος
Headword (normalized):
ἀπερίκοπος
Headword (normalized/stripped):
απερικοπος
IDX:
10424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10425
Key:

Data

{'content': 'without hindrance'}