Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
View word page
ἀπερικάλυπτος
uncovered, exposed

ShortDef

uncovered, exposed

Debugging

Headword:
ἀπερικάλυπτος
Headword (normalized):
ἀπερικάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
απερικαλυπτος
IDX:
10423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10424
Key:

Data

{'content': 'uncovered, exposed'}