Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
View word page
ἀπερικάθαρτος
unpurified, impure

ShortDef

unpurified, impure

Debugging

Headword:
ἀπερικάθαρτος
Headword (normalized):
ἀπερικάθαρτος
Headword (normalized/stripped):
απερικαθαρτος
IDX:
10422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10423
Key:

Data

{'content': 'unpurified, impure'}