Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
View word page
ἀπερίεργος
not over-busy, artless, simple

ShortDef

not over-busy, artless, simple

Debugging

Headword:
ἀπερίεργος
Headword (normalized):
ἀπερίεργος
Headword (normalized/stripped):
απεριεργος
IDX:
10417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10418
Key:

Data

{'content': 'not over-busy, artless, simple'}